ζωεμπόριο

ζωεμπόριο
το
το εμπόριο ζώων, η ζωεμπορία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζωεμπόριο — το [ζωέμπορος] εμπόριο ζώων, υποζυγίων ή σφαγίων, ζωεμπορία …   Dictionary of Greek

  • Καραγεόργεβιτς, Γεώργιος Πέτροβιτς — (Djordje Petrovich Karageorgevich, 1766 – 1817). Αρχηγός της επανάστασης των Σέρβων εναντίον των Τούρκων και ιδρυτής της σερβικής δυναστείας των Καραγεόργεβιτς. Αρχικά ήταν αγρότης και έπειτα υπηρέτησε ως εθελοντής στον αγώνα των Αυστριακών… …   Dictionary of Greek

  • Κούρδοι — Ημινομαδικός λαός της Μικράς Ασίας, με αριθμητικά σημαντικές εθνικές μειονότητες στην Τουρκία, στο Ιράκ και στο Ιράν. Οι Κ., στην πλειονότητά τους, ασχολούνται με την κτηνοτροφία και με εποχικές χειρωνακτικές εργασίες. Μουσουλμάνοι σουνίτες,… …   Dictionary of Greek

  • Μοντένα — (Modena). Πόλη (176.965 κάτ. το 2001) της Β. Ιταλίας στον νομό Εμίλια – Ρομάνα, ανάμεσα στους παραπόταμους του Πάδου Σέκια και Πανάρο, και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Ο αρχικός πυρήνας της δημιουργήθηκε στα μεσαιωνικά χρόνια, πιθανόν γύρω… …   Dictionary of Greek

  • Ομπρένοβιτς — Σερβική δυναστεία η οποία εναλλασσόταν στην εξουσία με τη δυναστεία των Καραγιώργεβιτς, μέσα από συνωμοσίες και αιματηρές συγκρούσεις. Ιδρυτής της ήταν ο Μίλος (1784 1860), φτωχός εργάτης που απέκτησε σημαντική περιουσία μετά τον θάνατο (1810)… …   Dictionary of Greek

  • Σαλβαδόρ — (Salvador). Πόλη (περ. 2 000 387 κάτ.)της Βραζιλίας, πρωτεύουσα της πολιτείας της Μπαίας. Είναι χτισμένη πάνω σε χερσόνησο (ακρωτήρι Σαν Αντόνιο) στα Α του μεγάλου κόλπου Τόδος ος Σάντος, στην είσοδο του οποίου βρίσκεται το νησί Ιταπαρίκα. Στο… …   Dictionary of Greek

  • ζωεμπορία — η το ζωεμπόριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”